τετραπορος

τετραπορος
    τετράπορος
    τετρά-πορος
    2
    (ᾰ) имеющий четыре прохода
    

(ἁψῖδες Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τετραπορος" в других словарях:

  • τετράπορος — ον, ΜΑ αυτός που έχει τέσσερεις εισόδους ή τέσσερα ανοίγματα αρχ. (για άνεμο) αυτός που πνέει από τέσσερεις διευθύνσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πόρος (< πόρος), πρβλ. ἑπτά πορος] …   Dictionary of Greek

  • τετραπόροιο — τετράπορος with four passages masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπόροις — τετράπορος with four passages masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπόροισιν — τετράπορος with four passages masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπόρων — τετράπορος with four passages masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπόρῳ — τετράπορος with four passages masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»